ανάμερος

ανάμερος
-η, -ο
1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος
2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος.
ΠΑΡ. ανάμερα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάμερος — η, ο επίρρ. α απόμερος, απόμακρος: Το χτήμα ήταν καλό, αλλά σε τόπο ανάμερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάμερα — επίρρ. μακριά, απόμερα, παράμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάμερος. ΠΑΡ. αναμεριάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”