Dictionary of Greek. 2013.
ανάμερος — η, ο επίρρ. α απόμερος, απόμακρος: Το χτήμα ήταν καλό, αλλά σε τόπο ανάμερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάμερα — επίρρ. μακριά, απόμερα, παράμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάμερος. ΠΑΡ. αναμεριάζω] … Dictionary of Greek